Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης υπογραμμίζει πως ο όγκος της χρηματοδότησης που ρέει στις κεφαλαιαγορές περιορίζεται από την υποανάπτυξη των δύο κατεξοχήν πυλώνων του κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού συστήματος στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, δηλαδή των δεύτερου (επαγγελματική ασφάλιση) και τρίτου (ιδιωτική ασφάλιση).
Η έκθεση χαρακτηριστικά σημειώνει ότι το 2022 τα συνταξιοδοτικά περιουσιακά στοιχεία στην ΕΕ ανέρχονταν μόλις στο 32% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το 142% στις ΗΠΑ και το 100% στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται βεβαίως για «διαστημικά» νούμερα συγκριτικά με την Ελλάδα, όπου το αντίστοιχο ποσοστό παραμένει κάτω από 1%, τοποθετώντας τη χώρα μας σε ένα δικό της (ούτε καν…υποανάπτυκτο) σύμπαν, πίσω ακόμη και από την Τουρκία, η οποία επιδεικνύει 2,9%.
Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά κεφάλαια είναι μονομερώς συγκεντρωμένα σε τρεις μόλις χώρες, ήτοι της Ολλανδίας, της Δανίας και της Σουηδίας σε ποσοστό 62% του συνόλου! Το αποτέλεσμα των σχετικά χαμηλών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων εντός τής ΕΕ συνιστά μια χαμένη αναπτυξιακή ευκαιρία για την Ευρώπη καθώς είναι αυτά που σε καθοριστικό βαθμό, μπορούν να μετασχηματίσουν τις τρέχουσες αποταμιεύσεις σε μελλοντική κατανάλωση μέσω των μακροπρόθεσμων επενδύσεων.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην έκθεση γίνεται αναφορά στο Premium Pension σύστημα της Σουηδίας (PPM), ως ένα επιτυχημένο μοντέλο που ενισχύει την κεφαλαιοποίηση και αντιμετωπίζει το συνταξιοδοτικό κενό. Θυμίζουμε ότι η Σουηδία κατατάσσεται 17η στον Παγκόσμιο Δείκτη Συνταξιοδότησης (σε σύνολο 25 χωρών), όταν βεβαίως η Ελλάδα δεν έχει καμία παρουσία σε τέτοιου είδους δείκτες, δεδομένου ότι το δικό μας σύστημα συνταξιοδότησης χρειάζεται σημαντική βελτίωση ως προς τη βιωσιμότητα, την επάρκεια και την ακεραιότητά του.
Με αφορμή τη σχετική αναφορά στην έκθεση Ντράγκι, αξίζει τον κόπο να δούμε τι κάνουν οι Σουηδοί και τι εμείς στον τομέα τής κεφαλαιοποιητικής σύνταξης, μια που στις πρόσφατες στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης και συγκεκριμένα της ίδρυσης του νέου Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) το 2021 για την πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, έχει πολλάκις διαφημιστεί ότι αυτή κινήθηκε στα χνάρια του «σουηδικού μοντέλου».
Κεφαλαιοποιητική σύνταξη στο σουηδικό σύστημα
Το σουηδικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πρώτο πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος παρέχει μια εγγυημένη σύνταξη για όσους έχουν χαμηλό ή καθόλου εισόδημα, χρηματοδοτούμενη από φόρους, και μια συνταξιοδοτική παροχή βάσει εισοδήματος, η οποία είναι διανεμητική και βασίζεται στα δια βίου εισοδήματα.
Στο ίδιο πλαίσιο του 1ου πυλώνα συναντάμε όμως και το περίφημο σύστημα PPM, το οποίο υποχρεώνει μέρος των εισφορών να εκφεύγει του διανεμητικού συστήματος και να κατευθύνεται προς κεφαλαιοποίηση, παρέχοντας όμως τη δυνατότητα στους ασφαλισμένους να επιλέξουν πώς θα επενδύσουν τις συγκεκριμένες εισφορές τους από ένα μεγάλο μενού (άνω των 800) ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Αν ο ασφαλισμένος δεν κάνει καμία επιλογή, οι εισφορές του κατευθύνονται τότε για κεφαλαιοποιητική αξιοποίηση σε ένα κρατικά διαχειριζόμενο ταμείο (το 7ο εθνικό σουηδικό συνταξιοδοτικό ταμείο AP7), το οποίο παίζει τον ρόλο της αυτόματης προεπιλογής.
Η κεφαλαιοποίηση, όμως, δεν σταματάει στο PPM του 1ου πυλώνα: συνεχίζεται και στον 2ο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης, ο οποίος τυπικά συμφωνείται μέσω συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών και εργαζομένων), καλύπτοντας την πλειονότητα των Σουηδών εργαζομένων.
Η συμμετοχή στην κεφαλαιοποίηση του 2ου πυλώνα παρότι δεν είναι υποχρεωτική όπως στον 1ο, είναι όμως ημι-υποχρεωτική, στον βαθμό που οι περισσότεροι εργαζόμενοι εγγράφονται αυτόματα σε επαγγελματικές συντάξεις μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Για του λόγου το αληθές, εκτιμάται ότι γύρω στο 90% των εργαζομένων στη Σουηδία καλύπτονται από τέτοιες συμφωνίες.
Τέλος, ο 3ος πυλώνας δεν είναι παρά ένας προαιρετικός μηχανισμός ιδιωτικών αποταμιεύσεων που συμπληρώνει κεφαλαιοποιητικά τόσο τις δημόσιες (διανεμητικές και κεφαλαιοποιητικές), όσο και τις επαγγελματικές (κεφαλαιοποιητικές) συντάξεις.
Η φτωχή απομίμηση της Ελλάδας
Και στην Ελλάδα έχουμε έναν πρώτο πυλώνα υποχρεωτικής ασφάλισης ο οποίος παρέχει μία ελάχιστη σύνταξη χρηματοδοτούμενη από φόρους, και μία διανεμητική που βασίζεται στα εισοδήματα του εργασιακού βίου. Και ενώ μέχρι το 2021 δεν υπήρχε κεφαλαιοποιητική συνταξιοδότηση στον 1ο πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης, με τον Ν.4826/2021 συστήθηκε το περίφημο ΤΕΚΑ, το οποίο φροντίζει για την κεφαλαιοποιητική αποταμίευση των υποχρεωτικών εισφορών της επικουρικής ασφάλισης.
Η κεφαλαιοποίηση, όπως και στη Σουηδία, δεν σταματάει στον 1ο πυλώνα αλλά συνεχίζει και στον δεύτερο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης, όπου εργαζόμενοι και εργοδότες μπορούν να συμπράξουν σε αποκλειστικά προαιρετική βάση για τη συνταξιοδοτική κεφαλαιοποίηση εισφορών τους.
Τέλος, όπως και στη Σουηδία, ο 3ος πυλώνας δεν είναι παρά ένας προαιρετικός μηχανισμός ιδιωτικών αποταμιεύσεων που συμπληρώνει κεφαλαιοποιητικά τόσο τις δημόσιες όσο και τις επαγγελματικές συντάξεις.
Οι ομοιότητες, όπου υπάρχουν, δυστυχώς τελειώνουν εδώ. Διότι από εδώ και πέρα αναδύονται οι θεμελιώδεις διαφορές των δύο χωρών στην οργάνωση και διακυβέρνηση των δύο συνταξιοδοτικών συστημάτων. Οι δε διαφορές αυτές εδράζουν γύρω από τον κυρίαρχο αξιακό άξονα που κάνει τις κεφαλαιοποιητικές συντάξεις να λειτουργούν: ότι αντίθετα από το διανεμητικό σύστημα, εδώ συσσωρεύονται κεφάλαια που απαιτούν επενδυτική διαχείριση.
Με απλά λόγια, όταν μαζεύονται λεφτά, οι βέλτιστες πρακτικές απαιτούν την εμπλοκή τουλάχιστον δύο ανεξάρτητων μερών: εκείνου που διαχειρίζεται τα κεφάλαια, και ενός άλλου που ελέγχει την ποιότητα της διαχείρισης. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος για να κατανοήσει ότι αν ο διαχειριστής των χρημάτων είναι ταυτόχρονα και εκείνος που θέτει τους κανόνες διαχείρισης, όπως και εκείνος που ελέγχει την εφαρμογή τους, τότε απλά δεν υφίσταται σύστημα διακυβέρνησης και λογοδοσίας – ο διαχειριστής που είναι ταυτόχρονα και ελεγκτής του εαυτού του, είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο της αυθαιρεσίας.
Πρόκειται για το γνωστό «πολιτικό κίνδυνο» που φέρει εγγενώς ο 1ος πυλώνας της κοινωνικής ασφάλισης και ο οποίος συνοψίζεται στο «άλλα μας τάζουν οι κρατικοί ταγοί και άλλα τελικά συμβαίνουν με τις συνταξιοδοτικές παροχές».
Για την ανοσοποίηση από αυτόν τον κίνδυνο, οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης φροντίζουν ώστε η κεφαλαιοποιητική σύνταξη που αφορά συσσώρευση πραγματικών χρημάτων και όχι απλή μεταφορά τους από τους ενεργούς εργαζόμενους στους νυν συνταξιούχους, όπως στα τυπικά διανεμητικά συστήματα του 1ου πυλώνα, να οργανώνεται εντός του 2ου και 3ου πυλώνα, όπου μία τέτοια διάκριση είναι σαφής και επιφέρει το ζητούμενο, δηλαδή εμπιστοσύνη για μακρόχρονη επένδυση: άλλος θέτει τους κανόνες (συνήθως η κεντρική εξουσία), άλλος τους εφαρμόζει (ο διαχειριστής) και άλλος τους εποπτεύει.
Ένα τέτοιο σύστημα από ανεξάρτητα μέρη, αλληλοστηριζόμενα μέσω check and balances, είναι εκ των πραγμάτων αν όχι αδύνατο, τουλάχιστον πολύ δύσκολο να επιτευχθεί εντός του 1ου πυλώνα, όπου το κράτος φέρει τη συνολική ευθύνη του σχεδιασμού, υλοποίησης και εποπτείας.
Στη Σουηδία, παρότι η κεφαλαιοποίηση λαμβάνει χώρα εντός του 1ου πυλώνα, η λογική του PPM οργανώνεται γύρω ακριβώς από το αξιακό σύστημα του 2ου και 3ου πυλώνα: το PPM σύστημα έχει σχεδιαστεί ώστε οι ασφαλισμένοι να επιλέγουν τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια στα οποία θα επενδυθούν οι εισφορές τους –με άλλα λόγια, οι ασφαλισμένοι αντιμετωπίζονται ως αυθεντικοί «ιδιοκτήτες» των συνταξιοδοτικών τους αποταμιεύσεων, όπως ακριβώς στον 2ο και 3ο πυλώνα.
Η ιδιωτική αγορά αναλαμβάνει τη διαχείριση κατ’ εντολή των ελεύθερων επιλογών των ασφαλισμένων, εντός ενός ρυθμισμένου από το κράτος πλαισίου. Με τον τρόπο αυτό οργανώνεται στο σουηδικό σύστημα ένα τρίπτυχο κράτους, ασφαλισμένων και διαχειριστών επενδύσεων που λειτουργεί αλληλοσυμπληρωματικά με διακριτούς ρόλους. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά γράφει η έκθεση Ντράγκι, η Σουηδία «έχει κατορθώσει να παρακινήσει (induce) ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της να επενδύσει» (σελ.285). Αν κάποιος ασφαλισμένος δεν επιλέξει, τότε οι εισφορές του κατευθύνονται προς το προεπιλεγμένο κρατικό Ταμείο, το οποίο αντίθετα από τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, είναι διαχειριζόμενο από το κράτος.
Τι παρατηρούμε δηλαδή; Ναι μεν μέρος της κεφαλαιοποίησης στη Σουηδία λαμβάνει χώρα εντός του 1ου πυλώνα και μέσω της ύπαρξης ενός κρατικά διαχειριζόμενου ταμείου, η οργανωτική όμως λογική είναι αυτή του 2ου πυλώνα, όπου τον κεντρικό ρόλο παίζουν οι ατομικές επιλογές των ασφαλισμένων σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (τα οποία δεν διαχειρίζεται το κράτος), αφήνοντας το κρατικά διαχειριζόμενο ταμείο (AP7) να λειτουργεί ως δίχτυ προστασίας για τους ασφαλισμένους που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να επιλέξουν.
Με τον τρόπο αυτό, αφενός οι ασφαλισμένοι (και όχι το κράτος) λειτουργούν ως «ιδιοκτήτες» των συσσωρεύσεών τους σαν να ήταν στον 2ο ή 3ο πυλώνα, αφετέρου δε, τοποθετώντας το κρατικό διαχειριζόμενο ταμείο ως μία (προ)επιλογή σε ένα ευρύ φάσμα ανταγωνιστικών ιδιωτικών επενδυτικών επιλογών, αυξάνονται αυτομάτως οι απαιτήσεις λογοδοσίας, διαφάνειας και αποτελεσματικότητάς του, εξαιτίας της αναπόφευκτης σύγκρισής του έναντι των λοιπών μη κρατικών επιλογών.
Ως αποτέλεσμα, το ΑΡ7 έχει καταφέρει να καταστεί σήμερα στη Σουηδία μία εξαιρετική επιλογή στις συνειδήσεις των ασφαλισμένων και της αγοράς, καθώς έχει επιδείξει ισχυρές μακροπρόθεσμες αποδόσεις με χαμηλά διαχειριστικά έξοδα. Για να πετύχει όμως κάτι τέτοιο, εντάσσεται στο ευρύτερο αξιακό οικοσύστημα του 2ου και 3ου πυλώνα, λόγω της στρατηγικής δυνατότητας επιλογών των ασφαλισμένων, ως αυθεντικών ιδιοκτητών των συνταξιοδοτικών τους αποταμιεύσεών.
Πάμε τώρα στα καθ’ ημάς. Εδώ τα πράγματα είναι απλά: Δεν υφίσταται καμία ελευθερία ιδιωτικών επιλογών των ασφαλισμένων για επένδυση των εισφορών τους προς ανεξάρτητους, μη κρατικούς φορείς. Η ευθύνη της διαχείρισης και επένδυσης των εισφορών ανήκει αποκλειστικά στο ΤΕΚΑ – ουσιαστικά δηλαδή, στο κράτος (έστω και αν επιλέξει ιδιώτες διαχειριστές).
Το ΤΕΚΑ δηλαδή παραμένει περίκλειστο, ένα τυπικό κρατικά διαχειριζόμενο ταμείο του 1ου πυλώνα ασφάλισης, με μόνη διαφορά την κεφαλαιοποιητική του βάση. Εδώ ελεγκτής και ελεγχόμενος (ή διαφορετικά, ο επιβάλλων μία ποινή και ο υφιστάμενος αυτής προς συμμόρφωση) ταυτίζονται.
Η κεφαλαιοποιητική συνταξιοδότηση του 1ου πυλώνα στην Ελλάδα δεν οργανώνεται με βάση την αρχή της διάκρισης ελεγκτή και ελεγχόμενου, όπως στον 2ο πυλώνα, παρά με βάση τις διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις του κράτους. Το αν αυτές οι διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις ισχύσουν ή καταπέσουν από ένα ελληνικό κράτος που μόλις πριν λίγα χρόνια χρεοκόπησε, ανήκει στη σφαίρα τού πολιτικού κινδύνου που όλοι οι ασφαλισμένοι, ούτως ή άλλως, κουβαλάνε στον 1ο πυλώνα.
Στην περίπτωση απλώς του ΤΕΚΑ, όπου μαζεύονται πραγματικά χρήματα, ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα πιο βαρύς στις πλάτες των Ελλήνων ασφαλισμένων. Αντίθετα, οι ασφαλισμένοι στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης δεν τον κουβαλάνε όπως εμείς, διότι εκεί η κεφαλαιοποιητική συνταξιοδότηση οργανώνεται στον 2ο πυλώνα.
Ειδικά όμως στη Σουηδία, που όπως είδαμε οργανώνεται και στον 1ο πυλώνα, ο κίνδυνος αυτός μειώνεται δραματικά, στον βαθμό που στο προσκήνιο παρέχονται οι δυνατότητες επιλογής ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων στους αυθεντικούς ιδιοκτήτες των αποταμιεύσεων, ενώ στο βάθος, το κρατικά διαχειριζόμενο AP7 (το αντίστοιχο Σουηδικό ΤΕΚΑ δηλαδή) παίζει τον ρόλο του διχτυού ασφαλείας εντασσόμενο στο οικοσύστημα ενός υγιούς ανταγωνισμού.
Σε εμάς, το ΤΕΚΑ δεν παίζει κανένα ρόλο ασφαλείας: αντίθετα, αποτελεί ένα δημόσιο μονοπώλιο που αναλαμβάνει όλη την οργάνωση και διαχείριση της υποχρεωτικής κεφαλαιοποιητικής συνταξιοδότησης στη χώρα.
Ελληνική πατέντα
Το σύστημά μας, με άλλα λόγια, δεν ομοιάζει προς τη Σουηδία, ούτε βεβαίως και προς τις ευρωπαϊκές χώρες που οργανώνουν κεφαλαιοποίηση μέσω του 2ου πυλώνα ώστε να αποφύγουν τις κακοτοπιές του 1ου, ειδικά όταν μιλάμε για συσσώρευση κεφαλαίων.
Το σύστημά μας δεν αποτελεί παρά μία κόπια του εαυτού του, όπου ιδρύσαμε άλλο ένα κρατικά διαχειριζόμενο Ταμείο, με μόνη διαφορά την κεφαλαιοποιητική του βάση. Η διαφορά όμως αυτή είναι κεφαλαιώδης, στον βαθμό που αυξάνει δραματικά τον πολιτικό κίνδυνο εξαιτίας της συσσώρευσης πραγματικών κεφαλαίων. Με απλά λόγια: όσο το ΤΕΚΑ τα καταφέρνει συσσωρεύοντας κεφάλαια, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο πολιτικός κίνδυνος προσπορισμού ή αυθαιρεσίας της διαχείρισης των κεφαλαίων του – κάτι σαν το επιτραπέζιο παιχνίδι jenga: όσο πιο ψηλά τα συσσωρευμένα κεφάλαια, τόσο υψηλότερη η αστάθεια λόγω πολιτικού κινδύνου.
Και καλά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, της οποίας το ποσοστό των πολιτών με υψηλό δείκτη χρηματοοικονομικής παιδείας είναι περίπου υποδιπλάσιο του αντίστοιχου της Σουηδίας, το να δοθούν στους ασφαλισμένους του ΤΕΚΑ δυνατότητες επιλογών για διαχείριση των εισφορών τους εκτός κρατικού κορβανά, ίσως να μην αποτελεί βέλτιστη λύση – ίσως τελικά η διαχείριση των επενδύσεων από Δημόσιο, έστω και με τις ανεπάρκειές του, να είναι κάπως καλύτερη.
Αν όντως πιστεύουμε ότι η χαμηλή χρηματοοικονομική παιδεία των Ελλήνων ασφαλισμένων στο ΤΕΚΑ είναι ένας εύλογος περιοριστικός παράγοντας, τότε θα έπρεπε να αναζητήσουμε άλλες, προσφορότερες λύσεις. Διότι ας μην ξεχνάμε, το ζητούμενο εδώ δεν είναι η αποτελεσματικότητα των επενδύσεων, αλλά κυρίως, η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω της διαχείρισης του πολιτικού κινδύνου του 1ου πυλώνα– ένας κίνδυνος που μπορεί να φτάσει μέχρι την αντιστροφή της μεταρρύθμισης και την κρατική προσπόριση των συσσωρευμένων περιουσιακών στοιχείων των ασφαλισμένων για άλλους, πέραν των συνταξιοδοτικών σκοπών (ως τους έχει ταχθεί σήμερα). Η εμπειρία άλλωστε τέτοιων αντιστροφών είναι πολύ πλούσια σε άλλες ευρωπαϊκές (όπως στην Ουγγαρία και την Πολωνία) και λοιπές χώρες.
Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να είναι η δυνατότητα εξαίρεσης (opt-out) από το ΤΕΚΑ με ταυτόχρονη, υποχρεωτική ένταξη σε ένα Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης του 2ου πυλώνα (που εκ κατασκευής, δεν κουβαλάει τον ίδιο πολιτικό κίνδυνο, καθώς σε αντίθεση με το ΤΕΚΑ, ρυθμίζεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Αν δηλαδή πιστεύουμε ότι ο Έλληνας ασφαλισμένος δεν έχει την κατάλληλη παιδεία να επιλέξει ένα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο για την αποτελεσματική διαχείριση των εισφορών του, ας του δώσουμε τότε τη δυνατότητα να επιλέξει τη συγκεκριμένη διαχείριση να την κάνουν οι κοινωνικοί του εταίροι (εργοδότες και εργαζόμενοι), μέσω ενός Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα –στο πλαίσιο των κατάλληλων ρυθμίσεων ασφαλείας φυσικά. Εκτός και αν πιστεύουμε ότι ούτε οι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα έχουν την απαραίτητη χρηματοοικονομική παιδεία για μία τέτοια διαχείριση…
Αν το ΤΕΚΑ συνοδευόταν από μία τέτοια δυνατότητα, τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ακολουθούμε τα χνάρια του σουηδικού μοντέλου. Το σουηδικό τρίπτυχο «κράτος-ασφαλισμένοι-διαχειριστές επενδύσεων» θα μεταλλασσόταν στην Ελλάδα σε «κράτος-κοινωνικοί εταίροι-διαχειριστές επενδύσεων».
Όπως το κρατικά διαχειριζόμενο AP7, έτσι και το ΤΕΚΑ θα μεταμορφωνόταν από τη μόνη επιλογή που είναι σήμερα, σε μία αυτόματη προεπιλογή εντός ενός οικοσυστήματος την οποία θα μπορούσε απλά να ακυρώσει ο ασφαλισμένος. Και για να μην την ακυρώσει, το ΤΕΚΑ θα έπρεπε να αποδείξει την αξία του –που σημαίνει πιο τεχνοκρατικό πλαίσιο με αυξημένες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας, αφού θα συγκρινόταν διαρκώς με το οικοσύστημα της επαγγελματικής ασφάλισης του 2ου πυλώνα (όπως ακριβώς το Σουηδικό ΑΡ7 με τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια).
Ως απόρροια, ο πολιτικός κίνδυνος θα μειωνόταν σημαντικά, καθώς η σύμμειξη του ΤΕΚΑ με τον 2ο πυλώνα, ο οποίος ρυθμίζεται σε επίπεδο ΕΕ, θα έθετε αναχώματα σε κινδύνους πολιτικού προσπορισμού (έως υφαρπαγής) των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλισμένων για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών πέραν των συνταξιοδοτικών τους.
Οι παγκόσμιες πρωτοτυπίες του 2ου πυλώνα στην Ελλάδα
Η πενιχρή απομίμηση της Σουηδίας δεν σταματάει όμως εδώ. Ενώ το δεύτερο κομμάτι της κεφαλαιοποίησης στη Σουηδία ενισχύεται μέσω της ημι-υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα, στη χώρα μας, που υποτίθεται ότι προσπαθούμε από το <1% να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 32% σε συνταξιοδοτικά κεφάλαια, έχουμε κρατήσει τη συμμετοχή στον 2ο πυλώνα προαιρετική, χωρίς να την εντάξουμε σε κάποιο σχήμα αυτόματης εγγραφής (και επομένως ημι-υποχρεωτικότητας, όπως π.χ. στη Σουηδία), το οποίο όπως έχει αποδειχτεί, αυξάνει εκθετικά τη συμμετοχή. Και μακάρι τα κακά νέα να σταματούσαν εδώ.
Προσφάτως ψηφίστηκε ο Ν.5078/2023 με στόχο την αναμόρφωση αλλά και την ανάπτυξη του 2ου πυλώνα ασφάλισης. Ο νέος αυτός νόμος εισάγει για πρώτη φορά από το 2002 που ξεκίνησε ο θεσμός, κανόνες για τον 2ο πυλώνα που δυστυχώς μοιάζουν με εκείνους του διανεμητικού 1ου πυλώνα.
Έτσι δημιουργείται μία νέα διαφοροποίηση με τη Σουηδία: ενώ δηλαδή ο νομοθέτης της Σουηδίας εμπνέεται από τον 2ο πυλώνα για να προικίσει το σύστημα της κεφαλαιοποίησης εντός του 1ου, στη χώρα μας συμβαίνει το ανάποδο: ο νομοθέτης εμπνέεται από τον 1ο πυλώνα, προικίζοντας τη λειτουργία του 2ου με περιοριστικές ιδιαιτερότητες του 1ου.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της προίκας είναι ο τρόπος που ορίζεται ο χρόνος ασφάλισης στον 2ο πυλώνα για φορολογικούς αλλά και για σκοπούς λήψης της παροχής, ο οποίος εξισώνεται πλέον με τα έτη τακτικών εισφορών, τα οποία βασίζονται στη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους μισθωτούς και στα χρόνια καταβολής εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο νέος νόμος ξεκαθαρίζει επιπλέον ότι οι έκτακτες εισφορές δεν προσμετρώνται ως χρόνος ασφάλισης. Πρόκειται για έναν ορισμό που έχει νόημα για τον διανεμητικό 1ο πυλώνα, ο οποίος εγγενώς βασίζεται στην τακτική καταβολή εισφορών εντός ενός πλαισίου υποχρεωτικότητας, δεδομένου ότι τις χρειάζεται για να είναι σε θέση να καταβάλει τις αντίστοιχες τακτικές συντάξεις. Εξ ου και η διανομή: από τις εισφορές στις συντάξεις. Δίχως τακτικές εισφορές, δεν υπάρχουν και τακτικές συντάξεις.
Αντίθετα, στην κεφαλαιοποιητική συνταξιοδότηση η στόχευση δεν μπορεί να είναι η τακτική καταβολή εισφορών, αλλά η συσσώρευση κεφαλαίων –δηλαδή, πόσα κεφάλαια κατορθώθηκαν να συσσωρευτούν τη στιγμή της συνταξιοδότησης.
Η καταβολή τακτικών και ομοιόμορφων εισφορών προς αποταμίευση αποτελεί ένα υποσύνολο αυτού του ευρύτερου στόχου –αν επιτευχθεί, καλώς, αλλά ακόμα και αν δεν επιτευχθεί, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Διότι ζητούμενο εδώ είναι πόσα κεφάλαια τελικά συσσωρεύτηκαν στο τέλος για να ενισχύσουν το συνταξιοδοτικό εισόδημα.
Εάν τα συσσώρευσε ο ασφαλισμένος μέσω τακτικών και ομοιόμορφων εισφορών, όπως δουλεύει ο 1ος πυλώνας, ή μέσω άτακτων και ανόμοιων, ουδόλως ενδιαφέρει. Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο μίας συνετούς επενδυτικής διαχείρισης, όσο πιο νωρίς καταβάλλονται εισφορές και όσο υψηλότερες, τόσο το καλύτερο σε όρους απόδοσης συγκριτικά με την καταβολή δια βίου ομοιόμορφων και τακτικών εισφορών.
Το φορολογικό καθεστώς
Δυστυχώς όμως, το φορολογικό καθεστώς των οχημάτων του 2ου πυλώνα ενθαρρύνει περιοριστικά τις τακτικές ομοιόμορφες καταβολές και όχι την ευρύτερη συσσώρευση κεφαλαίων. Με απλά λόγια, αν ένας ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να καταβάλει σήμερα ένα γενναίο ποσό στον ατομικό του κουμπαρά, ας πούμε 100 μονάδων, η φορολόγηση που υιοθετήθηκε από τον Ν.5078 ενθαρρύνει τον ασφαλισμένο αντί να αποταμιεύσει σήμερα όλο το ποσό, να το σπάσει σε π.χ. 20 ετήσιες δόσεις των 5 μονάδων! Αγνοώντας προφανώς ότι κάτι τέτοιο είναι ανεφάρμοστο στην πράξη, δεδομένου ότι η συμμετοχή στον 2ο πυλώνα είναι προαιρετική (και όχι υποχρεωτική όπως στον 1ο), επομένως εντός μίας 20ετίας είναι απίθανο ο εργαζόμενος να μην έχει μετακινηθεί σε άλλο εργοδότη ο οποίος πιθανότατα να μην παρέχει επαγγελματική ασφάλιση.
Ενώ δηλαδή θα έπρεπε να ενθαρρύνεται η λογική του «εισέφερε όσο πιο νωρίς και όσα περισσότερα για όσο διάστημα είσαι σε κάποιον εργοδότη που σου παρέχει επαγγελματική ασφάλιση», ενθαρρύνεται μία λογική «δια βίου ομοιόμορφων τακτικών εισφορών» η οποία έχει όμως εφαρμογή μόνο στον 1ο πυλώνα, εξαιτίας της υποχρεωτικότητας των τακτικών εισφορών ανεξαρτήτως εργοδότη!
Επομένως, πώς ακριβώς θα εξηγήσουμε σε έναν εργαζόμενο που εισέφερε 100 μονάδες σε ένα έτος και μετά δεν ξαναεισέφερε στην επαγγελματική ασφάλιση διότι άλλαξε εργοδότη, ότι θα φορολογηθεί έπειτα από 20 χρόνια με 20% κατά τη λήψη της παροχής του, όταν ένας άλλος εργαζόμενος που εισέφερε συνολικά και αυτός 100 μονάδες, αλλά επειδή έτυχε να μείνει στον ίδιο εργοδότη τις εισέφερε κατανεμημένες 5 μονάδες ετησίως για 20 χρόνια, ότι αυτός θα φορολογηθεί με 5%; Ενώ το φορολογικό σύστημα θα έπρεπε να εστιάζει στην ενθάρρυνση της συσσώρευσης κεφαλαίων, αντ’ αυτού καταλήγει να εστιάζει στην αποθάρρυνση της εργασιακής κινητικότητας!
Για τούτο θα πρέπει να σημειωθεί ότι το φορολογικό καθεστώς που εισάγει ο Ν.5078/2023 και συνδέει τη φορολόγηση της παροχής με τα έτη ασφάλισης (δηλ. τα έτη καταβολής τακτικών εισφορών) είναι μία ελληνική, παγκόσμια πατέντα που δεν συναντάται σε κανένα άλλο κράτος της Ευρώπης αλλά ούτε και στα κράτη του ΟΟΣΑ.
Μια ματιά στο σχετικό συγκριτικό εγχειρίδιο που κάθε χρόνο εκδίδει ο ΟΟΣΑ αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το μοντέλο τής σύνδεσης με τον χρόνο ασφάλισης, το οποίο εξορισμού είναι συναφές με το διανεμητικό σύστημα του 1ου πυλώνα, εφαρμόζεται μόνο στην Ελλάδα (και όχι βεβαίως στη Σουηδία), στο πλαίσιο της αλλοίωσης του 2ου πυλώνα που επιφέρει ο Ν.5078/23 με χαρακτηριστικά του 1ου.
Οι αστοχίες βεβαίως του Ν.5078/2023 δεν σταματούν εδώ. Μία από τις σημαντικότερες, πάλι σε αντίθεση με την πρακτική των ευρωπαϊκών χωρών, αφορά τη φορολογική εξίσωση της αντιμετώπισης των εισφορών και των παροχών από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και Ομαδικών Ασφαλιστηρίων Συνταξιοδοτικών Συμβολαίων (ΟΑΣ).
Στην Ευρώπη λοιπόν, όπου εφαρμόζεται αντίστοιχη φορολογική εξίσωση, έχουν πρώτα φροντίσει να εφαρμόζεται εξίσου στα ΤΕΑ και στα ΟΑΣ η εθνική κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία (social& labor law), για λόγους προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και διασφάλισης της λειτουργίας ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ ΤΕΑ και ΟΑΣ. Όχι όμως και στην Ελλάδα, όπου τα ΟΑΣ, κατά παράβαση της προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ισότιμων όρων ανταγωνισμού με τα ΤΕΑ, εξαιρούνται της εφαρμογής της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, δίχως όμως να εξαιρούνται από τα φορολογικά οφέλη!
Για τον λόγο αυτό, έχει ήδη συσταθεί αμέσως μετά τη ψήφιση του νόμου αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για να κλείσει το νομοθετικό αυτό κενό, δίχως όμως να έχει δοθεί ποτέ κάποια σοβαρή απάντηση γιατί το συγκεκριμένο θέμα έπρεπε να διευθετηθεί ετεροχρονισμένα και όχι πρωτογενώς.
Συνοψίζουμε:
Η έκθεση Ντράγκι παραθέτει το σουηδικό σύστημα ως ένα πρότυπο σύστημα για την αύξηση των επενδύσεων μέσω της κεφαλαιοποιητικής συνταξιοδότησης.
Το σύστημα αυτό προβλέπει:
- Υποχρεωτική συνταξιοδοτική κεφαλαιοποίηση δια μέσου του 1ου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης, με χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν στον 2ο πυλώνα, και τη δημιουργία ενός εθνικού ταμείου κρατικά μεν διαχειριζόμενου, αλλά οργανικά εντασσόμενου στο οικοσύστημα της αγοράς, το οποίο λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας για εκείνους που αδυνατούν να λειτουργήσουν ως «ιδιοκτήτες» των αποταμιεύσεών τους.
- Ημι-υποχρεωτική συνταξιοδοτική κεφαλαιοποίηση μέσω του 2ου πυλώνα, ο οποίος διατηρεί αναλλοίωτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Το ελληνικό σύστημα, αντίθετα με το σουηδικό, προβλέπει:
- Υποχρεωτική συνταξιοδοτική κεφαλαιοποίηση δια μέσου του 1ου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της δημιουργίας ενός δημόσιου μονοπωλίου, το οποίο παραμένει περίκλειστο και εκτός κάθε συγχρωτισμού με το οικοσύστημα του 2ου πυλώνα και της αγοράς, λειτουργώντας όπως τα λοιπά τυπικά ταμεία του 1ου πυλώνα, και
- μιας προαιρετικής (και όχι ημι-υποχρεωτικής) συνταξιοδοτικής κεφαλαιοποίησης μέσω του 2ου πυλώνα, του οποίου όμως τη φυσιογνωμία αλλοιώνει επιβάλλοντάς του χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στον διανεμητικό, υποχρεωτικής υπαγωγής 1ο πυλώνα.
Η έκθεση Ντράγκι δείχνει ξεκάθαρα πόσο στρεβλά έχει εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση της κεφαλαιοποιητικής συνταξιοδότησης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – με αποκορύφωμα τη θέσπιση παγκόσμιων ελληνικών πρωτοτυπιών.
Προφανώς, η έλλειψη εμπειρίας του νομοθέτη σε θέματα συνταξιοδοτικής κεφαλαιοποίησης και λειτουργίας τού 2ου πυλώνα έχει παίξει καταλυτικό ρόλο. Γι’ αυτόν ακριβώς όμως τον λόγο, θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη η πρόταση για σύσταση νέων οργάνων για την ανάπτυξη του θεσμού τής επαγγελματικής ασφάλισης (Εθνική Επιτροπή Επαγγελματικής Ασφάλισης) και τη βελτίωση των παροχών του (Εθνικό Παρατηρητήριο για την Επαγγελματική Ασφάλιση).
Πρόκειται για μία πρόταση που είχε ήδη κατατεθεί κατά τη διάρκεια της δημόσιας ηλεκτρονικής διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου (Νοέμβριος του 2023) από την Ελληνική Ένωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης αλλά δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας, καθώς από τα 1.162 συνολικά σχόλια επί του Σχεδίου Νόμου αξιοποιήθηκαν μόνο δύο, με την αιτιολογία – όπως αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου – ότι «…κρίθηκε ότι δεν προάγουν απαραίτητα το ρυθμιστικό πλαίσιο του νομοσχεδίου και δεν συμβαδίζουν απολύτως με το πνεύμα και τη λογική των προωθούμενων ρυθμίσεων».
Ελπίζουμε να γίνεται κατανοητό γιατί και το δικό μας σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του Ν.5078/23,δεν συμβαδίζουν επίσης με το πνεύμα και τη λογική του σουηδικού μοντέλου – αλλά και των εισηγήσεων της έκθεσης Ντράγκι.
Αναδημοσίευση από https://www.euro2day.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου