Κόντρες μεταξύ νόμιμων και παράνομων αποκλειστικών νοσηλευτριών κυριαρχούν και στα δύο μεγάλα νοσοκομεία της Πάτρας, με τις διοικήσεις των δύο νοσηλευτικών ιδρυμάτων να έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα δείξουν καμία ανοχή στη μαύρη εργασία.
Όμως το όλο θέμα έχει διάφορες διαστάσεις που αφενός έχουν να κάνουν με την κατάσταση και τις νοοτροπίες που επικρατούν στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα, τις μεγάλες ελλείψεις και σε νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και με το κενό νόμου που αφήνει το όλο σκηνικό μετέωρο.
Για να μπορέσει μια νοσοκόμα να εργαστεί νόμιμα σε ένα νοσοκομείο χρειάζεται να έχει το προβλεπόμενο πτυχίο της Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων, την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, το βιβλιάριο υγείας της αρμόδιας αρχής και φυσικά να είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο (δηλαδή στη λίστα) αποκλειστικών νοσοκόμων του κάθε νοσηλευτικού ιδρύματος.
Το να είναι όμως σε αυτή τη λίστα δεν είναι αυτονόητο ακόμα και όταν μια νοσηλεύτρια διαθέτει όλα τα παραπάνω στοιχεία, έχοντας δηλαδή πτυχίο και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Βλέπετε το κάθε νοσηλευτικό ίδρυμα διαθέτει έναν συγκεκριμένο αριθμό αποκλειστικών, που όπως είναι ευνόητο, δεν συμφέρει όσες βρίσκονται ήδη μέσα σε αυτή την λίστα να μεγαλώσει.
«Μαύρες» μέχρι να μπουν στη λίστα
Οπότε μια νοσηλεύτρια που έχει όλες τις προϋποθέσεις, παραμένει αδιόριστη στο ΕΣΥ, θα πρέπει να έχει την απαιτούμενη υπομονή για να μπορέσει να δουλέψει ως νόμιμη. Μέχρι τότε εφόσον θέλει να συνεχίσει το επάγγελμα που σπούδασε εργάζεται παράνομη και συνήθως «μαύρα».
Σύμφωνα με τις νόμιμες οι παράνομες σπανίως διαθέτουν πτυχίο ή άδεια ασκήσεως επαγγέλματος για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Όμως, από την άλλη, με βάση μαρτυρίες που έχει ο «Ν», υπήρχαν νοσηλεύτριες που δούλευαν «μαύρα» στα νοσοκομεία και πλέον εργάζονται ως νόμιμες αποκλειστικές, έχοντας μπει πια στην λίστα.
Οι παράνομες, γνωρίζοντας ότι η παρουσία τους στη κλινική μπορεί να φέρει αντιδράσεις, κάνουν πολλές φορές τους συγγενείς των ασθενών που φυλάνε. Για τις αποκλειστικές η διαδικασία είναι συγκεκριμένη. Ο ενδιαφερόμενος συνοδός πάει στο γραφείο νοσηλευτικού προσωπικού και μετά ο άνθρωπος που είναι εκεί βρίσκει τη νοσηλεύτρια που είναι διατεθειμένη να εργαστεί.
Οι διαφορές στις τιμές ανάμεσα τους
Από εκεί και πέρα το ζήτημα έχει και το οικονομικό σκέλος του. Μια νόμιμη αποκλειστική νοσοκόμα είναι αναγκασμένη να έχει συγκεκριμένη τιμή στα χρήματα που ζητάει (πληρώνει από την τσέπη της τα ένσημα της) η οποία καθορίζεται από το σωματείο της.
Η τιμή αυτή τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με έγκυρες πηγές του «Ν», έχει εκτοξευτεί στα 91 ευρώ την βραδιά (από τα 80 ευρώ και κάτι που ήταν πριν), ενώ για τα Σαββατόβραδα φτάνει τα 120 ευρώ (οι περισσότεροι από τους συνοδούς ασθενών το βράδυ ζητούν αποκλειστικές, έχοντας περάσει συνήθως όλη την μέρα στο νοσοκομείο).
Αντίθετα, η τιμή μιας παράνομης αποκλειστικής κυμαίνεται για ένα βράδυ κοντά στα 70 με 75 ευρώ (ανάλογα βέβαια με το τι ζητάει η κάθε μία). Υπάρχει έτσι μια σημαντική διαφορά στο οικονομικό σκέλος ανάμεσα στη νόμιμη και στην παράνομη αποκλειστική που σίγουρα μετράει για τον κάθε συνοδό αφού ένας ασθενής που θα χρειαστεί μια τέτοια φροντίδα είναι σίγουρο ότι δεν θα κάτσει μια ή δύο μέρες στο νοσοκομείο, αλλά παραπάνω.
Από τα χρήματα τώρα που δίνει ένας συνοδός ασθενή σε μια αποκλειστική ο ΕΟΠΠΥ επιστρέφει ένα ποσό κοντά στα 30 ευρώ για κάθε φορά που την έχει ζητήσει, παραλαμβάνοντας τις απαιτούμενες αποδείξεις και ακολουθώντας μια διαδικασία που έχει την… περιπέτεια της, πηγαίνοντας από γραφείο σε γραφείο και βρίσκοντας τον ελεγκτή γιατρό κίνησης του νοσοκομείου σε κάποια από τις κλινικές.
Λογομαχίες και απειλές για αυτόφωρο
Η κόντρα αυτή μεταξύ των νόμιμων αποκλειστικών και των παρανόμων νοσοκόμων (είτε με πτυχίο και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, είτε χωρίς) έχει ενίοτε τις συνέπειες της στην εύρυθμη λειτουργία των κλινικών.
Τις προάλλες, σύμφωνα με πληροφορίες, σε κλινική νοσοκομείου της Πάτρας, μεταμεσονύκτιες ώρες, μια νόμιμη είχε άγριο λεκτικό διαπληκτισμό με μία παράνομη (γνωρίζονταν προφανώς), όταν η πρώτη της ζήτησε τον λόγο γιατί πήρε τη δουλειά από μια άλλη νόμιμη συνάδελφο της.
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να ζητήσει ταυτότητα τόσο από αυτή, όσο και από μια άλλη γυναίκα που ήταν συνοδός άλλου ασθενή, πιστεύοντας ότι είναι και αυτή παράνομη. Απειλήθηκε να έρθει η αστυνομία, ενώ η παράνομη νοσηλεύτρια που είχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (όπως τουλάχιστον υποστήριζε) έβγαλε τη νύχτα στο παράθυρο του δωματίου, φοβούμενη μην την πάνε στο αυτόφωρο με χειροπέδες.
Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί δηλαδή ένας συνοδός να αναγκάζεται να παίρνει μια αποκλειστική (νόμιμη ή παράνομη) για να φροντίσει τον δικό του άνθρωπο, όταν υπάρχουν νοσηλευτές και όταν βρίσκεται σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, την διαμονή στο οποίο επί της ουσίας έχει ήδη πληρώσει μέσα από τα χρήματα που του κρατούνται για την ασφάλειά του; Ερώτημα κάνουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου