Η Ελλάδα του σήμερα βιώνει μια ιδιόμορφη πραγματικότητα όπου αποκλεισμοί και ευημερία συνυπάρχουν για τους πολλούς και τους λίγους αντίστοιχα και διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα, αυτή των κοινωνικών ανισοτήτων που διαρκώς βαθαίνουν και οξύνονται.
Στις μέρες μας θεωρείται πλέον προνόμιο και όχι δικαίωμα η δυνατότητα στέγασης ενώ την ίδια ώρα η χώρα είναι ουραγός στο πεδίο των μισθολογικών απολαβών και της αγοραστικής δύναμης. Οι πολίτες τρέμουν τον επόμενο λογαριασμό ρεύματος. Είναι η χώρα όπου οι δαπάνες για τρόφιμα περιορίζονται και το ποσοστό των πολιτών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις δαπάνες για οδοντιατρική περίθαλψη αυξάνεται. Ο θρυμματισμός της κανονικότητας αλλά κυρίως η φτωχοποίηση των πολιτών έχει πια στοιχεία μόνιμης παρουσίας.
Στη δραματική αυτή σύνθλιψη της καθημερινότητας, στην εκρηκτική χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, στην υπονομευτική για την κοινωνική συνοχή οικονομική ασφυξία στην οποία περιέρχονται τα νοικοκυριά, η επιλογή της κυβέρνησης είναι η συνέχιση της επιδοματικής πολιτικής ως εργαλείο κοινωνικής μηχανικής, μια πολιτική που λειτουργεί συμπληρωματικά αλλά και θεσμοποιεί ταυτόχρονα την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. Το ουσιαστικό ωστόσο ζήτημα που αναδύεται μέσα από τις επιλογές της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι μια στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή αποστασιοποίησης από την ανάγκη υποστήριξης ενός λειτουργικού Δημόσιου Τομέα αλλά και της απομείωσης του αξιακού φορτίου των δημόσιων αγαθών.
Μια πολιτική που αποτυπώνεται από την επιλογή της υποστήριξης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, στην επιλογή της εγκόλπωσης του ιδιωτικού τομέα στο Ε.Σ.Υ ή την προσπάθεια εισδοχής στελεχών του ιδιωτικού τομέα στη Διοίκηση των Δημόσιων Οργανισμών. Η προσπάθεια αυτή εντείνεται μέσα από μια επιτηδευμένη προσπάθεια ανάδειξης του Δημόσιου ως του μεγάλου ασθενούς και της αξιολόγησης ως το φάρμακο για κάθε στρέβλωση που υπάρχει.
Παρά τις προσπάθειες απαξίωσης και αποδόμησης του αξιακού φορτίου του Δημοσίου Τομέα η πραγματικότητα είναι πως τα κορυφαία ζητήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του Δημοσίου είναι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση. Ο κόσμος της εργασίας στο Δημόσιο Τομέα δεν στέκεται απέναντι στην έννοια της αξιολόγησης. Καταθέτει προτάσεις, έχει θέσεις ώστε να υπάρχει μια ουσιαστική και πολύπλευρη αποτίμηση του έργου και διεκδικεί το να υπάρχουν διαδικασίες με επιστημονικό και διοικητικό πρόσημο που θα αποτιμούν όλους τους παράγοντες και δεν θα επιχειρούν να μετακυλήσουν στον δημόσιο υπάλληλο και μόνο τις ευθύνες για κάθε κακό.
Έχει λοιπόν κρίσιμη σημασία να αναδείξουμε την ανάγκη της παροχής δημόσιων αγαθών για όλες και όλους ως μοχλός διασφάλισης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Την ίδια ώρα η λειτουργία του Δημόσιου Τομέα συγκροτείται ως κρίσιμος παράγοντας για την ανταπόκριση της χώρας στις απαιτήσεις των καιρών και σε γεωπολιτικό επίπεδο και δίνει ένα νέο νόημα στην ανάγκη για ένα ισχυρό Δημόσιο στο σήμερα και στο αύριο. Σήμερα είναι πιο ισχυρή από ποτέ η ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση, για ένα άλλο κράτος. Ένα κράτος αποτελεσματικό αλλά και ανθρώπινο, ψηφιακό μα και πράσινο. Με άξονα λειτουργίας την αξιοκρατία και μια δημόσια διοίκηση η οποία θα αποτελεί το όχημα ενίσχυσης του μηχανισμού της κοινωνικής κινητικότητας, υπεράσπισης των μη προνομιούχων και η οποία θα λειτουργεί ως πυκνωτής στο χρόνο των διεργασιών που θα καταστήσουν τη χώρα ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της 4 ης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ανάγκη για ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικοποίηση της γνώσης παραμένει εξαιρετικά επιτακτική. Το αύριο απαιτεί λύσεις με πρόσημο την κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και των εργαζομένων, με περιεχόμενο την ισότητα των ευκαιριών και με όραμα την πρόοδο για όλους και όχι για τους λίγους. Η στήριξη της κοινωνίας αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη και σε αυτό το πεδίο ο ρόλος του Δημοσίου Τομέα είναι αναπόφευκτα καταλυτικός. Το εκκρεμές αλλάζει και η ανάγκη για αποτελεσματικό κράτος αποτελεί ανάγκη των καιρών και όχι απλά συνδικαλιστικό αίτημα. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για λιγότερο κράτος απέχει πολύ από τα να αποτελεί λύση ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αύριο. Οι θαυμαστές των περικοπών στο Δημόσιο που επιχειρούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ερμηνεύουν για μια ακόμη φορά τις προκλήσεις του αύριο με όρους ιδεοληψίας και εχθροπάθειας για τα δημόσια αγαθά.
Είναι ανάγκη η ΑΔΕΔΥ να αγωνιστεί για να αναδείξει τον αναχρονισμό αυτό των στοχεύσεων της συντήρησης και να απαιτήσει την ενίσχυση, αξιακή και λειτουργική, του δημόσιου τομέα. Ιδιαίτερα για τους ανθρώπους του Δημοσίου Τομέα που υφίστανται τόσα χρόνια πια τη διακριτική μεταχείριση σε βάρος τους, είναι πια ώρα για αλλαγή πολιτικής. Είναι θέμα δικαιοσύνης και αντιμετώπισης με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας. Για αυτό και η μάχη σε πολιτικό, συνδικαλιστικό, κοινωνικό και επικοινωνιακό επίπεδο εν όψει της πιλοτικής δίκης της 6 ης Ιουνίου για την επαναφορά του 13 ου και 14 ου μισθού αποκτά εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Και αυτή τη μάχη θα τη δώσουμε και ως ΔΗ.ΣΥ.Π με όλες μας τις δυνάμεις. Δυστυχώς αποτελεί επιλογή της κυβερνητικής πλειοψηφίας η επιδεικτική απουσία διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης. Η επιλογή της αντιπαράθεσης αλλά και η διάθεση επιβολής ασφυκτικού ελέγχου καθρεφτίζουν το βαθιά συντηρητικά όραμα της για την ίδια την κοινωνία.
Στην πραγματικότητα η κυβερνητική πλειοψηφία αναζητά μια εμβληματικού χαρακτήρα σύγκρουση με μια κοινωνική-επαγγελματική ομάδα ώστε να πετύχει μια «υπερήφανη και συμβολική» νίκη της νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής της και δεν είναι τυχαίο πως η επιλογή αυτή έρχεται λίγες μέρες μετά την ισχνή αύξηση λίγων ευρώ που δόθηκαν σε κάθε δημόσιο υπάλληλο. Στο πρόσωπο μας η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας αντικρίζει – ως μια άλλη Μάργκαρετ Θάτσερ – τους ανθρακωρύχους του 1984.
Είναι ξεκάθαρο δε πως η επιλογή αυτή συνδέεται με την προοπτική της συνταγματικής αναθεώρησης που θα ξεκινήσει στα τέλη του 2025 και εγκυμονεί τον κίνδυνο της συνταγματικής θεσμοποίησης της άρσης της μονιμότητας.
Η ΑΔΕΔΥ οφείλει να διαμορφώσει πολιτική και εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης που θα ξεκινήσει στα τέλη του 2025. Ο κίνδυνος συνταγματοποίησης του νεοσυντηρητισμού προβάλλει ιδιαίτερα ισχυρός για τα συλλογικά δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την κοινωνική συνοχή και τα δημόσια αγαθά, το περιβάλλον. Οφείλουμε να διαμορφώσουμε τους όρους με τους οποίους θα αναδείξουμε τα θέματα που κρίνουμε σημαντικά στη δημόσια συζήτηση που θα συνοδεύσει την αναθεώρηση. Η εξασφάλιση ότι Παιδεία και Υγεία θα μείνουν υπό την ευθύνη της κεντρικής κυβέρνησης, η διασφάλιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αποτροπή της δυνατότητας να μεταβιβαστεί η διοίκηση δημοσίων οργανισμών και υπηρεσιών σε στελέχη του ιδιωτικού τομέα, η προστασία του περιβάλλοντος, η διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες για το σύνολο των πολιτών, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των συλλογικών δράσεων αποτελούν βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα πρέπει να κινηθεί η παρέμβαση αυτή.
Το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές-αν όχι ανυπέρβλητες- δυσκολίες- εάν δεν είναι ενωμένο και δεν έχει στρατηγική. Αν δεν καταφέρει να υπερασπιστεί την αποστολή του, θα μείνουμε παρατηρητές, εγκλωβισμένοι σε ένα χωροχρόνο αντίστοιχο του 1950, σε ¨μια καχεκτική δημοκρατία¨ όπου η συντήρηση θα κυριαρχεί και τα συνδικάτα με τους εργαζόμενους θα έχουν το ρόλο του «περήφανου ηττημένου». Ο κόσμος της εργασίας απαιτεί από το συνδικαλιστικό του κίνημα να αρθρώσει λόγο και προτάσεις που θα απαντήσουν αποτελεσματικά και δημιουργικά στις ανάγκες των καιρών. Προσδοκούν από εμάς να παρουσιάσουμε προτάσεις που θα αποτυπώνουν το όραμα μας για το αύριο.
Δεν αρκεί να δώσουμε τη μάχη. Πρέπει να την κερδίσουμε. Και για να γίνει αυτό πρέπει να διαμορφώσουμε προτάσεις σύγχρονες και να χτίσουμε δεσμούς με την κοινωνία ώστε να γίνει κατανοητό ότι είμαστε στην ίδια όχθη με τους πολίτες. Αποκομμένοι από την κοινωνία και χωρίς προτάσεις θα είμαστε ¨ο ιδανικός αντίπαλος¨ -συνδικαλιστικά, επικοινωνιακά και πολιτικά-, σταθερά ηττημένος και διαρκώς εγκλωβισμένος σε πεδία μάχης όπου το αποτέλεσμα θα έχει προκαθοριστεί…
Στις μέρες μας θεωρείται πλέον προνόμιο και όχι δικαίωμα η δυνατότητα στέγασης ενώ την ίδια ώρα η χώρα είναι ουραγός στο πεδίο των μισθολογικών απολαβών και της αγοραστικής δύναμης. Οι πολίτες τρέμουν τον επόμενο λογαριασμό ρεύματος. Είναι η χώρα όπου οι δαπάνες για τρόφιμα περιορίζονται και το ποσοστό των πολιτών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις δαπάνες για οδοντιατρική περίθαλψη αυξάνεται. Ο θρυμματισμός της κανονικότητας αλλά κυρίως η φτωχοποίηση των πολιτών έχει πια στοιχεία μόνιμης παρουσίας.
Στη δραματική αυτή σύνθλιψη της καθημερινότητας, στην εκρηκτική χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, στην υπονομευτική για την κοινωνική συνοχή οικονομική ασφυξία στην οποία περιέρχονται τα νοικοκυριά, η επιλογή της κυβέρνησης είναι η συνέχιση της επιδοματικής πολιτικής ως εργαλείο κοινωνικής μηχανικής, μια πολιτική που λειτουργεί συμπληρωματικά αλλά και θεσμοποιεί ταυτόχρονα την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. Το ουσιαστικό ωστόσο ζήτημα που αναδύεται μέσα από τις επιλογές της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι μια στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή αποστασιοποίησης από την ανάγκη υποστήριξης ενός λειτουργικού Δημόσιου Τομέα αλλά και της απομείωσης του αξιακού φορτίου των δημόσιων αγαθών.
Μια πολιτική που αποτυπώνεται από την επιλογή της υποστήριξης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, στην επιλογή της εγκόλπωσης του ιδιωτικού τομέα στο Ε.Σ.Υ ή την προσπάθεια εισδοχής στελεχών του ιδιωτικού τομέα στη Διοίκηση των Δημόσιων Οργανισμών. Η προσπάθεια αυτή εντείνεται μέσα από μια επιτηδευμένη προσπάθεια ανάδειξης του Δημόσιου ως του μεγάλου ασθενούς και της αξιολόγησης ως το φάρμακο για κάθε στρέβλωση που υπάρχει.
Παρά τις προσπάθειες απαξίωσης και αποδόμησης του αξιακού φορτίου του Δημοσίου Τομέα η πραγματικότητα είναι πως τα κορυφαία ζητήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του Δημοσίου είναι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση. Ο κόσμος της εργασίας στο Δημόσιο Τομέα δεν στέκεται απέναντι στην έννοια της αξιολόγησης. Καταθέτει προτάσεις, έχει θέσεις ώστε να υπάρχει μια ουσιαστική και πολύπλευρη αποτίμηση του έργου και διεκδικεί το να υπάρχουν διαδικασίες με επιστημονικό και διοικητικό πρόσημο που θα αποτιμούν όλους τους παράγοντες και δεν θα επιχειρούν να μετακυλήσουν στον δημόσιο υπάλληλο και μόνο τις ευθύνες για κάθε κακό.
Έχει λοιπόν κρίσιμη σημασία να αναδείξουμε την ανάγκη της παροχής δημόσιων αγαθών για όλες και όλους ως μοχλός διασφάλισης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Την ίδια ώρα η λειτουργία του Δημόσιου Τομέα συγκροτείται ως κρίσιμος παράγοντας για την ανταπόκριση της χώρας στις απαιτήσεις των καιρών και σε γεωπολιτικό επίπεδο και δίνει ένα νέο νόημα στην ανάγκη για ένα ισχυρό Δημόσιο στο σήμερα και στο αύριο. Σήμερα είναι πιο ισχυρή από ποτέ η ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση, για ένα άλλο κράτος. Ένα κράτος αποτελεσματικό αλλά και ανθρώπινο, ψηφιακό μα και πράσινο. Με άξονα λειτουργίας την αξιοκρατία και μια δημόσια διοίκηση η οποία θα αποτελεί το όχημα ενίσχυσης του μηχανισμού της κοινωνικής κινητικότητας, υπεράσπισης των μη προνομιούχων και η οποία θα λειτουργεί ως πυκνωτής στο χρόνο των διεργασιών που θα καταστήσουν τη χώρα ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της 4 ης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ανάγκη για ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικοποίηση της γνώσης παραμένει εξαιρετικά επιτακτική. Το αύριο απαιτεί λύσεις με πρόσημο την κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και των εργαζομένων, με περιεχόμενο την ισότητα των ευκαιριών και με όραμα την πρόοδο για όλους και όχι για τους λίγους. Η στήριξη της κοινωνίας αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη και σε αυτό το πεδίο ο ρόλος του Δημοσίου Τομέα είναι αναπόφευκτα καταλυτικός. Το εκκρεμές αλλάζει και η ανάγκη για αποτελεσματικό κράτος αποτελεί ανάγκη των καιρών και όχι απλά συνδικαλιστικό αίτημα. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για λιγότερο κράτος απέχει πολύ από τα να αποτελεί λύση ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αύριο. Οι θαυμαστές των περικοπών στο Δημόσιο που επιχειρούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ερμηνεύουν για μια ακόμη φορά τις προκλήσεις του αύριο με όρους ιδεοληψίας και εχθροπάθειας για τα δημόσια αγαθά.
Είναι ανάγκη η ΑΔΕΔΥ να αγωνιστεί για να αναδείξει τον αναχρονισμό αυτό των στοχεύσεων της συντήρησης και να απαιτήσει την ενίσχυση, αξιακή και λειτουργική, του δημόσιου τομέα. Ιδιαίτερα για τους ανθρώπους του Δημοσίου Τομέα που υφίστανται τόσα χρόνια πια τη διακριτική μεταχείριση σε βάρος τους, είναι πια ώρα για αλλαγή πολιτικής. Είναι θέμα δικαιοσύνης και αντιμετώπισης με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας. Για αυτό και η μάχη σε πολιτικό, συνδικαλιστικό, κοινωνικό και επικοινωνιακό επίπεδο εν όψει της πιλοτικής δίκης της 6 ης Ιουνίου για την επαναφορά του 13 ου και 14 ου μισθού αποκτά εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Και αυτή τη μάχη θα τη δώσουμε και ως ΔΗ.ΣΥ.Π με όλες μας τις δυνάμεις. Δυστυχώς αποτελεί επιλογή της κυβερνητικής πλειοψηφίας η επιδεικτική απουσία διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης. Η επιλογή της αντιπαράθεσης αλλά και η διάθεση επιβολής ασφυκτικού ελέγχου καθρεφτίζουν το βαθιά συντηρητικά όραμα της για την ίδια την κοινωνία.
Στην πραγματικότητα η κυβερνητική πλειοψηφία αναζητά μια εμβληματικού χαρακτήρα σύγκρουση με μια κοινωνική-επαγγελματική ομάδα ώστε να πετύχει μια «υπερήφανη και συμβολική» νίκη της νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής της και δεν είναι τυχαίο πως η επιλογή αυτή έρχεται λίγες μέρες μετά την ισχνή αύξηση λίγων ευρώ που δόθηκαν σε κάθε δημόσιο υπάλληλο. Στο πρόσωπο μας η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας αντικρίζει – ως μια άλλη Μάργκαρετ Θάτσερ – τους ανθρακωρύχους του 1984.
Είναι ξεκάθαρο δε πως η επιλογή αυτή συνδέεται με την προοπτική της συνταγματικής αναθεώρησης που θα ξεκινήσει στα τέλη του 2025 και εγκυμονεί τον κίνδυνο της συνταγματικής θεσμοποίησης της άρσης της μονιμότητας.
Η ΑΔΕΔΥ οφείλει να διαμορφώσει πολιτική και εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης που θα ξεκινήσει στα τέλη του 2025. Ο κίνδυνος συνταγματοποίησης του νεοσυντηρητισμού προβάλλει ιδιαίτερα ισχυρός για τα συλλογικά δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την κοινωνική συνοχή και τα δημόσια αγαθά, το περιβάλλον. Οφείλουμε να διαμορφώσουμε τους όρους με τους οποίους θα αναδείξουμε τα θέματα που κρίνουμε σημαντικά στη δημόσια συζήτηση που θα συνοδεύσει την αναθεώρηση. Η εξασφάλιση ότι Παιδεία και Υγεία θα μείνουν υπό την ευθύνη της κεντρικής κυβέρνησης, η διασφάλιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αποτροπή της δυνατότητας να μεταβιβαστεί η διοίκηση δημοσίων οργανισμών και υπηρεσιών σε στελέχη του ιδιωτικού τομέα, η προστασία του περιβάλλοντος, η διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες για το σύνολο των πολιτών, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των συλλογικών δράσεων αποτελούν βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα πρέπει να κινηθεί η παρέμβαση αυτή.
Το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές-αν όχι ανυπέρβλητες- δυσκολίες- εάν δεν είναι ενωμένο και δεν έχει στρατηγική. Αν δεν καταφέρει να υπερασπιστεί την αποστολή του, θα μείνουμε παρατηρητές, εγκλωβισμένοι σε ένα χωροχρόνο αντίστοιχο του 1950, σε ¨μια καχεκτική δημοκρατία¨ όπου η συντήρηση θα κυριαρχεί και τα συνδικάτα με τους εργαζόμενους θα έχουν το ρόλο του «περήφανου ηττημένου». Ο κόσμος της εργασίας απαιτεί από το συνδικαλιστικό του κίνημα να αρθρώσει λόγο και προτάσεις που θα απαντήσουν αποτελεσματικά και δημιουργικά στις ανάγκες των καιρών. Προσδοκούν από εμάς να παρουσιάσουμε προτάσεις που θα αποτυπώνουν το όραμα μας για το αύριο.
Δεν αρκεί να δώσουμε τη μάχη. Πρέπει να την κερδίσουμε. Και για να γίνει αυτό πρέπει να διαμορφώσουμε προτάσεις σύγχρονες και να χτίσουμε δεσμούς με την κοινωνία ώστε να γίνει κατανοητό ότι είμαστε στην ίδια όχθη με τους πολίτες. Αποκομμένοι από την κοινωνία και χωρίς προτάσεις θα είμαστε ¨ο ιδανικός αντίπαλος¨ -συνδικαλιστικά, επικοινωνιακά και πολιτικά-, σταθερά ηττημένος και διαρκώς εγκλωβισμένος σε πεδία μάχης όπου το αποτέλεσμα θα έχει προκαθοριστεί…
Είναι ώρα ευθύνης.
Και οφείλουμε να την αναλάβουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου